ῥόχθος

English (LSJ)

ὁ, roaring, of the sea, Lyc.402,696,742, Nic.Al.390.

German (Pape)

[Seite 849] ὁ, das Rauschen, Brausen, bes. von sturmbewegten Meereswogen, ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης, Nic. Al. 390; Lycophr. 402 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit des vagues qui se brisent.
Étymologie: DELG terme expressif désignant des bruits, sans étym.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόχθος: ὁ, ὁ πάταγος καὶ ἡ βοὴ τῶν κυμάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 390, Λυκόφρ. 402, 696, κτλ.

Greek Monolingual

ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρόχθος, μόχθος)].

Greek Monotonic

ῥόχθος: ὁ, παφλασμός, μουγκρητό, πάταγος των κυμάτων της θάλασσας.