προκατέχω: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαθέξω, <i>ao.2</i> προκατέσχον, <i>etc.</i><br />occuper auparavant (une ville, une hauteur, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατέχω]].
|btext=<i>f.</i> προκαθέξω, <i>ao.2</i> προκατέσχον, <i>etc.</i><br />occuper auparavant (une ville, une hauteur, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ή [[αποκτώ]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[προκαταλαμβάνω]], προκυριεύω («προκατέχειν τὸ [[ἄκρον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[είμαι]] εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]] («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.)<br /><b>4.</b> [[υπερτερώ]], [[προηγούμαι]] από άλλον σε [[κάτι]] («οἱ προκατέχοντες ταῑς ἡλικίαις καὶ ταῑς δόξαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (για αγελαία ζώα) [[είμαι]] [[οδηγός]] της αγέλης<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκατέχομαι</i><br />[[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου, [[μπροστά]] από το πρόσωπό μου («προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην», Ύμν. Δημ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) προκαθορίζομαι, [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] ενός πράγματος («προκατέχεσθαι ὑφ' ἑτέρας αἰτίας», Διογ.)<br />β) <b>μτφ.</b> προκαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από προκαταλήψεις.
}}
}}