Anonymous

προκατέχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ή [[αποκτώ]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[προκαταλαμβάνω]], προκυριεύω («προκατέχειν τὸ [[ἄκρον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[είμαι]] εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]] («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.)<br /><b>4.</b> [[υπερτερώ]], [[προηγούμαι]] από άλλον σε [[κάτι]] («οἱ προκατέχοντες ταῑς ἡλικίαις καὶ ταῑς δόξαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (για αγελαία ζώα) [[είμαι]] [[οδηγός]] της αγέλης<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκατέχομαι</i><br />[[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου, [[μπροστά]] από το πρόσωπό μου («προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην», Ύμν. Δημ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) προκαθορίζομαι, [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] ενός πράγματος («προκατέχεσθαι ὑφ' ἑτέρας αἰτίας», Διογ.)<br />β) <b>μτφ.</b> προκαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από προκαταλήψεις.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ή [[αποκτώ]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[προκαταλαμβάνω]], προκυριεύω («προκατέχειν τὸ [[ἄκρον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[είμαι]] εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]] («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.)<br /><b>4.</b> [[υπερτερώ]], [[προηγούμαι]] από άλλον σε [[κάτι]] («οἱ προκατέχοντες ταῑς ἡλικίαις καὶ ταῑς δόξαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (για αγελαία ζώα) [[είμαι]] [[οδηγός]] της αγέλης<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκατέχομαι</i><br />[[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου, [[μπροστά]] από το πρόσωπό μου («προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην», Ύμν. Δημ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) προκαθορίζομαι, [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] ενός πράγματος («προκατέχεσθαι ὑφ' ἑτέρας αἰτίας», Διογ.)<br />β) <b>μτφ.</b> προκαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από προκαταλήψεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκατέχω:''' μτχ. -[[καθέξω]], [[κατέχω]] ή [[κερδίζω]] [[θέση]] εκ των προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου από [[πριν]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}