3,276,318
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, και [[σίμβλον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> η [[κυψέλη]], το [[κοφίνι]] του μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου [[τότε]] ἐξαιρετέον τὸν [[κηρόν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σίμβλος]] χρημάτων»<br /><b>μτφ.</b> χρηματικά αποθέματα, [[κομπόδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[σίμβλος]] ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.]. | |||
}} | }} |