3,274,919
edits
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκηβόλος]], -ον και δωρ. τ. [[ἑκαβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει από [[μακριά]] ή με [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> (για [[βλήμα]]) αυτό που ρίχνεται [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἑκηβόλος]]<br />ο [[επιδέξιος]] [[τοξότης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑκηβόλος]] [[μάχη]]» — [[μάχη]] που διεξάγεται από [[μακριά]]. | |mltxt=[[ἑκηβόλος]], -ον και δωρ. τ. [[ἑκαβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει από [[μακριά]] ή με [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> (για [[βλήμα]]) αυτό που ρίχνεται [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἑκηβόλος]]<br />ο [[επιδέξιος]] [[τοξότης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑκηβόλος]] [[μάχη]]» — [[μάχη]] που διεξάγεται από [[μακριά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |