3,274,921
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πνέει [[δυνατά]], [[θυελλώδης]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]], [[έντονος]] («[[δυσαής]] [[κρυμός]]» — τσουχτερό [[κρύο]])<br /><b>3.</b> αυτός που αποπνέει [[δυσοσμία]]. | |mltxt=[[δυσαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πνέει [[δυνατά]], [[θυελλώδης]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]], [[έντονος]] («[[δυσαής]] [[κρυμός]]» — τσουχτερό [[κρύο]])<br /><b>3.</b> αυτός που αποπνέει [[δυσοσμία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει με [[σφοδρότητα]], [[θυελλώδης]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. [[δυσ-]]αήων αντί <i>-αέων</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |