εὔμαρις: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρβύλη</i>, [[ασκέρα]], [[βλαύτη]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρβύλη</i>, [[ασκέρα]], [[βλαύτη]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔμᾱρις:''' -ιδος, ἡ, αιτ. <i>-ιν</i>, Ασιατικό [[σανδάλι]] ή [[παντόφλα]], σε Αισχύλ., Ευρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]).
}}
}}