πίπτω: Difference between revisions

4,669 bytes added ,  31 December 2018
6
(32)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α<br />[[ρίχνω]] τον εαυτό μου [[κάτω]], [[πέφτω]] (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «βάρβαροι γυναῑκες, [[οὕτως]] ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ'», Ευρ).<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) <i>οι [[πεσόντες]]<br />οι νεκροί σε [[πεδία]] μαχών («το [[μνημείο]] τών πεσόντων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γονυπετώ]], [[πέφτω]] στα γόνατα προκειμένου να παρακαλέσω κάποιον («βρέτη πεσούσας [[πρός]]... θεῶν αὔειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[μάχη]]) σωριάζομαι [[νεκρός]], σκοτώνομαι («οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνταῡθα ἔπεσον ὑπὸ Ἀθηναίων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> κατακρημνίζομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>4.</b> (για πόλεις, φρούρια, οχυρές θέσεις) κυριεύομαι με έφοδο, καταλαμβάνομαι («[[ἐπεὶ]] Φρυγῶν πόλιν [[κίνδυνος]] ἔσχε δορὶ πεσεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[ιδίως]] δυσάρεστη, [[καταντώ]] («ἐς [[κακότητα]] πεσεῑν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανήκω]], αναλογώ σε κάποιον («παρὰ τούτων τῶν [[πόλεων]]... ἑκατὸν... τάλαντα τῷ δήμῳ [[πρόσοδος]] ἔπιπτε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[ημερομηνία]], χρονική περίοδο) περιλαμβάνομαι, συμπτίπτω («πίπτει δὲ κατὰ την ἐνάτην καὶ εἰκοστὴν πρὸς ταῑς ἑκατὸν ὀλυμπιάδα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε αμαρτίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ρίχνομαι σε [[κάτι]] με [[ορμή]], [[εισορμώ]]<br /><b>2.</b> [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εφορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>3.</b> (για δέντρα ή στάχια) ρίχνομαι στο [[έδαφος]] [[μετά]] από [[κοπή]] ή θερισμό («δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα, όπως άνεμο ή [[τρικυμία]]) [[κοπάζω]], [[εξασθενώ]]<br /><b>5.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>6.</b> [[λαμβάνω]] [[έκβαση]], [[αποβαίνω]] («λόγων κορυφαὶ ἐν άλαθεία πετοῑσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταβάλλω]] χρήματα, [[πληρώνω]]<br /><b>8.</b> [[ανήκω]] σε μια [[τάξη]], υπάγομαι («ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην πίπτειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για κλήρο) [[τυχαίνω]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («μέγαν δόμον, δοκοῡντα [[κάρτα]] νῡν πεπτωκέναι», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) μετριάζομαι ή [[εκλείπω]] («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> σχετίζομαι με [[κάτι]], [[αφορώ]] («τὸ γὰρ ἐπιθυμῆσαι οὐχὶ ἐπὶ τῶν παρόντων καὶ ὑποκειμένων ἐν ἐξουσίᾳ πίπτει», Μεθόδ.)<br /><b>12.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. παρακμ.) <i>οἱ [[πεπτωκότες]]<br />οι [[πεσόντες]], αυτοί που έπεσαν νεκροί σε [[μάχη]]<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίπτω]] ἐπὶ τι»<br />(για καθέτους ή τμήματα, μέρη εφαπτόμενων σχημάτων) [[πέφτω]] [[επάνω]]<br />β) «[[πίπτω]] ἐπὶ τι» και «[[πίπτω]] [[ποτί]] τι»<br /><b>(γεωμ.)</b> [[συναντώ]], [[τέμνω]]<br />γ) «[[πίπτω]] διά τινος» και «[[πίπτω]] [[κατά]] τίνος» και «[[πίπτω]] ἐπὶ τι [[κατά]] τινα» [[διέρχομαι]]<br />δ) «ἐς γόνατα [[πίπτω]]»<br />(για [[παλαιστή]]) [[γονατίζω]]<br />ε) «[[πίπτω]] ἔκ τίνος»<br />i) [[χάνω]] [[κάτι]]<br />ii) απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br />στ) «[[πίπτω]], ἐν ὕπνῳ» ή «[[πίπτω]] εἰς [[ὕπνον]]» — [[αποκοιμώμαι]]<br />ζ) «[[πίπτω]] εἰς εὐνήν» — [[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]], κατακλίνομαι<br />η) «[[πίπτω]] εἰς [ἰατρικὴν] χρῆσιν» — χρησιμοποιούμαι από τους γιατρούς<br />θ) «[[πίπτω]] ὑπ' αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]]<br />ι) «πίπτει ὑπὸ [[ὄνομα]]» — μπορεί να ονομαστεί<br />ια) «[[πίπτω]] [[μετὰ]] ποσσὶ γυναικός» — γεννιέμαι<br />ιβ) «εὖ [[πίπτω]]»<br />(για ζάρια πεσσούς, όστρακα) [[είμαι]] [[τυχερός]], [[βγαίνω]] [[τυχερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πί</i>-<i>πτ</i>-<i>ω</i> ανάγεται στη μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>pet</i>- της ΙΕ ρίζας <i>pet</i><i>ā</i>-/<i>pet</i><i>ә</i>- «[[πετώ]], [[πέφτω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>patati</i> «[[πετώ]], [[πέφτω]], επείγομαι», <b>βλ.</b> [[πέτομαι]]) με μηδενισμένο [[φωνήεν]] και ενεστωτικό διπλασιασμό <i>πι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[μένω]]: <i>μί</i>-<i>μν</i>-<i>ω</i>, <i>έχω</i>: [[ίσχω]]) με μακρό -<i>ῑ</i>- αναλογικά [[προς]] το ρ. <i>ῥῑπτω</i>. Αντίθετα, στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πετ</i>-<i>ον</i> (<b>πρβλ.</b> [[γίγνομαι]]: εγενόμην, [[τίκτω]]: <i>έτεκον</i>). Στην ιων. αττ., [[ωστόσο]], εμφανίζονται συχνότερα οι τ. μέλλ. και αορ. <i>πεσοῦμαι</i> και <i>ἔπεσον</i>, που γεννούν προβλήματα ως [[προς]] την [[προέλευση]] του -<i>σ</i>- από τους αρχικούς τ. με -<i>τ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], ο αόρ. <i>ἔπεσον</i> σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] τών σιγματικών αορ., ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[μάλλον]] πιθανότερη, ο μέλλ. <i>πεσέομαι</i> προήλθε από τον αμάρτυρο <i>πετέομαι</i> (με καταχρηστική συριστικοποίηση του -<i>τ</i>-) και είλκυσε στον σχηματισμό του και τον αόρ. [[ἔπετον]]. Ο παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πτω</i>-<i>κα</i> ανάγεται στη δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔγνωκα</i>) και [[επίσης]] οι τ.: [[πτῶμα]], [[πτῶσις]], [[πτωτός]]. Στη δισύλλαβη [[ρίζα]] με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] ανάγεται ο τ. μτχ. παρακμ. <i>πε</i>-<i>πτη</i>-<i>ώς</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτήσσω]]), από όπου ο ομηρ. τ. <i>πεπτεώς</i>. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της μονοσύλλαβης ρίζας <i>ποτ</i>- ανάγεται η λ. <i>πότ</i>-<i>μος</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγονται και οι λ. [[πτερόν]], [[πτέρυξ]] και πιθ. το [[πίτυλος]]. Το ρ. [[πίπτω]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>πετής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>πετής</i>, <i>ευ</i>-<i>πετής</i>, <i>περι</i>-<i>πετής</i>, <i>γονυ</i>-<i>πετής</i>, <i>δορι</i>-<i>πετής</i>). Τα σύνθ. αυτά [[πρέπει]] να διακριθούν από τα ομώνυμα σύνθ. σε -<i>πετής</i> που ανάγονται στο ρ. [[πέτομαι]], όπως και από ελάχιστα σύνθ. σε -<i>πετής</i> που ανάγονται στο ρ. [[πετάννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[πέτομαι]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[πέφτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπίπτω]], [[εμπίπτω]], [[επαναπίπτω]], [[επιπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[μεταπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[παρεμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[προσπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[υποπίπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιπίπτω]], [[αναπίπτω]], [[αντεμπίπτω]], [[αντιπίπτω]], [[αποπίπτω]], [[διαπίπτω]], [[διεκπίπτω]], [[διεμπίπτω]], [[εγκαταπίπτω]], [[εισπίπτω]], <i>εκπαραπίπτω</i>, [[εκπροπίπτω]], [[εμπεριπίπτω]], [[επεισπίπτω]], [[επεμπίπτω]], [[επικαταπίπτω]], [[επιπροπίπτω]], [[επισυμπίπτω]], [[μετεμπίπτω]], [[παραναπίπτω]], [[παρεισπίπτω]], [[παρεκπίπτω]], [[περικαταπίπτω]], [[προαναπίπτω]], [[προαποπίπτω]], [[προδιαπίπτω]], [[προεκπίπτω]], [[προεμπίπτω]], [[προκαταπίπτω]], [[προπίπτω]], [[προσαναπίπτω]], [[προσεκπίπτω]], [[προσεμπίπτω]], [[συγκαταπίπτω]], [[συμμεταπίπτω]], [[συμπαραπίπτω]], [[συμπεριπίπτω]], [[συμπροπίπτω]], [[συμπροσπίπτω]], [[συναναπίπτω]], [[συναποπίπτω]], [[συνδιαπίπτω]], [[συνδιεκπίπτω]], [[συνεισπίπτω]], [[συνεκπίπτω]], [[συνεμπίπτω]], [[συνεπεισπίπτω]], [[συνυποπίπτω]], [[υπεκπίπτω]], [[υπερεκπίπτω]], [[υπερπίπτω]], [[υποκαταπίπτω]]].
|mltxt=ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α<br />[[ρίχνω]] τον εαυτό μου [[κάτω]], [[πέφτω]] (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «βάρβαροι γυναῑκες, [[οὕτως]] ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ'», Ευρ).<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) <i>οι [[πεσόντες]]<br />οι νεκροί σε [[πεδία]] μαχών («το [[μνημείο]] τών πεσόντων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γονυπετώ]], [[πέφτω]] στα γόνατα προκειμένου να παρακαλέσω κάποιον («βρέτη πεσούσας [[πρός]]... θεῶν αὔειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[μάχη]]) σωριάζομαι [[νεκρός]], σκοτώνομαι («οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνταῡθα ἔπεσον ὑπὸ Ἀθηναίων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> κατακρημνίζομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>4.</b> (για πόλεις, φρούρια, οχυρές θέσεις) κυριεύομαι με έφοδο, καταλαμβάνομαι («[[ἐπεὶ]] Φρυγῶν πόλιν [[κίνδυνος]] ἔσχε δορὶ πεσεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[ιδίως]] δυσάρεστη, [[καταντώ]] («ἐς [[κακότητα]] πεσεῑν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανήκω]], αναλογώ σε κάποιον («παρὰ τούτων τῶν [[πόλεων]]... ἑκατὸν... τάλαντα τῷ δήμῳ [[πρόσοδος]] ἔπιπτε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[ημερομηνία]], χρονική περίοδο) περιλαμβάνομαι, συμπτίπτω («πίπτει δὲ κατὰ την ἐνάτην καὶ εἰκοστὴν πρὸς ταῑς ἑκατὸν ὀλυμπιάδα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε αμαρτίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ρίχνομαι σε [[κάτι]] με [[ορμή]], [[εισορμώ]]<br /><b>2.</b> [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εφορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>3.</b> (για δέντρα ή στάχια) ρίχνομαι στο [[έδαφος]] [[μετά]] από [[κοπή]] ή θερισμό («δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα, όπως άνεμο ή [[τρικυμία]]) [[κοπάζω]], [[εξασθενώ]]<br /><b>5.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>6.</b> [[λαμβάνω]] [[έκβαση]], [[αποβαίνω]] («λόγων κορυφαὶ ἐν άλαθεία πετοῑσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταβάλλω]] χρήματα, [[πληρώνω]]<br /><b>8.</b> [[ανήκω]] σε μια [[τάξη]], υπάγομαι («ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην πίπτειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για κλήρο) [[τυχαίνω]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («μέγαν δόμον, δοκοῡντα [[κάρτα]] νῡν πεπτωκέναι», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) μετριάζομαι ή [[εκλείπω]] («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> σχετίζομαι με [[κάτι]], [[αφορώ]] («τὸ γὰρ ἐπιθυμῆσαι οὐχὶ ἐπὶ τῶν παρόντων καὶ ὑποκειμένων ἐν ἐξουσίᾳ πίπτει», Μεθόδ.)<br /><b>12.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. παρακμ.) <i>οἱ [[πεπτωκότες]]<br />οι [[πεσόντες]], αυτοί που έπεσαν νεκροί σε [[μάχη]]<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίπτω]] ἐπὶ τι»<br />(για καθέτους ή τμήματα, μέρη εφαπτόμενων σχημάτων) [[πέφτω]] [[επάνω]]<br />β) «[[πίπτω]] ἐπὶ τι» και «[[πίπτω]] [[ποτί]] τι»<br /><b>(γεωμ.)</b> [[συναντώ]], [[τέμνω]]<br />γ) «[[πίπτω]] διά τινος» και «[[πίπτω]] [[κατά]] τίνος» και «[[πίπτω]] ἐπὶ τι [[κατά]] τινα» [[διέρχομαι]]<br />δ) «ἐς γόνατα [[πίπτω]]»<br />(για [[παλαιστή]]) [[γονατίζω]]<br />ε) «[[πίπτω]] ἔκ τίνος»<br />i) [[χάνω]] [[κάτι]]<br />ii) απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br />στ) «[[πίπτω]], ἐν ὕπνῳ» ή «[[πίπτω]] εἰς [[ὕπνον]]» — [[αποκοιμώμαι]]<br />ζ) «[[πίπτω]] εἰς εὐνήν» — [[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]], κατακλίνομαι<br />η) «[[πίπτω]] εἰς [ἰατρικὴν] χρῆσιν» — χρησιμοποιούμαι από τους γιατρούς<br />θ) «[[πίπτω]] ὑπ' αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]]<br />ι) «πίπτει ὑπὸ [[ὄνομα]]» — μπορεί να ονομαστεί<br />ια) «[[πίπτω]] [[μετὰ]] ποσσὶ γυναικός» — γεννιέμαι<br />ιβ) «εὖ [[πίπτω]]»<br />(για ζάρια πεσσούς, όστρακα) [[είμαι]] [[τυχερός]], [[βγαίνω]] [[τυχερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πί</i>-<i>πτ</i>-<i>ω</i> ανάγεται στη μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>pet</i>- της ΙΕ ρίζας <i>pet</i><i>ā</i>-/<i>pet</i><i>ә</i>- «[[πετώ]], [[πέφτω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>patati</i> «[[πετώ]], [[πέφτω]], επείγομαι», <b>βλ.</b> [[πέτομαι]]) με μηδενισμένο [[φωνήεν]] και ενεστωτικό διπλασιασμό <i>πι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[μένω]]: <i>μί</i>-<i>μν</i>-<i>ω</i>, <i>έχω</i>: [[ίσχω]]) με μακρό -<i>ῑ</i>- αναλογικά [[προς]] το ρ. <i>ῥῑπτω</i>. Αντίθετα, στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πετ</i>-<i>ον</i> (<b>πρβλ.</b> [[γίγνομαι]]: εγενόμην, [[τίκτω]]: <i>έτεκον</i>). Στην ιων. αττ., [[ωστόσο]], εμφανίζονται συχνότερα οι τ. μέλλ. και αορ. <i>πεσοῦμαι</i> και <i>ἔπεσον</i>, που γεννούν προβλήματα ως [[προς]] την [[προέλευση]] του -<i>σ</i>- από τους αρχικούς τ. με -<i>τ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], ο αόρ. <i>ἔπεσον</i> σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] τών σιγματικών αορ., ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[μάλλον]] πιθανότερη, ο μέλλ. <i>πεσέομαι</i> προήλθε από τον αμάρτυρο <i>πετέομαι</i> (με καταχρηστική συριστικοποίηση του -<i>τ</i>-) και είλκυσε στον σχηματισμό του και τον αόρ. [[ἔπετον]]. Ο παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πτω</i>-<i>κα</i> ανάγεται στη δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔγνωκα</i>) και [[επίσης]] οι τ.: [[πτῶμα]], [[πτῶσις]], [[πτωτός]]. Στη δισύλλαβη [[ρίζα]] με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] ανάγεται ο τ. μτχ. παρακμ. <i>πε</i>-<i>πτη</i>-<i>ώς</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτήσσω]]), από όπου ο ομηρ. τ. <i>πεπτεώς</i>. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της μονοσύλλαβης ρίζας <i>ποτ</i>- ανάγεται η λ. <i>πότ</i>-<i>μος</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγονται και οι λ. [[πτερόν]], [[πτέρυξ]] και πιθ. το [[πίτυλος]]. Το ρ. [[πίπτω]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>πετής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>πετής</i>, <i>ευ</i>-<i>πετής</i>, <i>περι</i>-<i>πετής</i>, <i>γονυ</i>-<i>πετής</i>, <i>δορι</i>-<i>πετής</i>). Τα σύνθ. αυτά [[πρέπει]] να διακριθούν από τα ομώνυμα σύνθ. σε -<i>πετής</i> που ανάγονται στο ρ. [[πέτομαι]], όπως και από ελάχιστα σύνθ. σε -<i>πετής</i> που ανάγονται στο ρ. [[πετάννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[πέτομαι]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[πέφτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπίπτω]], [[εμπίπτω]], [[επαναπίπτω]], [[επιπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[μεταπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[παρεμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[προσπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[υποπίπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιπίπτω]], [[αναπίπτω]], [[αντεμπίπτω]], [[αντιπίπτω]], [[αποπίπτω]], [[διαπίπτω]], [[διεκπίπτω]], [[διεμπίπτω]], [[εγκαταπίπτω]], [[εισπίπτω]], <i>εκπαραπίπτω</i>, [[εκπροπίπτω]], [[εμπεριπίπτω]], [[επεισπίπτω]], [[επεμπίπτω]], [[επικαταπίπτω]], [[επιπροπίπτω]], [[επισυμπίπτω]], [[μετεμπίπτω]], [[παραναπίπτω]], [[παρεισπίπτω]], [[παρεκπίπτω]], [[περικαταπίπτω]], [[προαναπίπτω]], [[προαποπίπτω]], [[προδιαπίπτω]], [[προεκπίπτω]], [[προεμπίπτω]], [[προκαταπίπτω]], [[προπίπτω]], [[προσαναπίπτω]], [[προσεκπίπτω]], [[προσεμπίπτω]], [[συγκαταπίπτω]], [[συμμεταπίπτω]], [[συμπαραπίπτω]], [[συμπεριπίπτω]], [[συμπροπίπτω]], [[συμπροσπίπτω]], [[συναναπίπτω]], [[συναποπίπτω]], [[συνδιαπίπτω]], [[συνδιεκπίπτω]], [[συνεισπίπτω]], [[συνεκπίπτω]], [[συνεμπίπτω]], [[συνεπεισπίπτω]], [[συνυποπίπτω]], [[υπεκπίπτω]], [[υπερεκπίπτω]], [[υπερπίπτω]], [[υποκαταπίπτω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίπτω:''' συντετμ. [[τύπος]] από το <i>πι-πέτω</i> (αναδιπλ. από √<i>ΠΕΤ</i>)· Επικ. παρατ. <i>πίπτον</i>, μέλ. [[πεσοῦμαι]], Ιων. γʹ ενικ. <i>πεσέεται</i>, πληθ. <i>πεσέονται</i>· αόρ. βʹ [[ἔπεσον]], Αιολ. [[ἔπετον]]· παρακ. [[πέπτωκα]], μεταγεν. επίσης <i>πέπτηκα</i>, Επικ. μτχ. [[πεπτεώς]], <i>-εῶτος</i>, επίσης [[πεπτηώς]], <i>-ηυῖα</i>, Αττ. ποιητ. μτχ. [[πεπτώς]].<br /><b class="num">Α.</b> [[πέφτω]], [[πέφτω]] [[κάτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πίπτειν εν κονίῃσιν</i>, [[πέφτω]] στη [[σκόνη]], δηλ. [[πέφτω]] και [[παραμένω]] ξαπλωμένος στο [[χώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίπτω]] ἐν δεμνίοις, σε Ευρ. κ.λπ.· ή [[χωρίς]] το <i>ἐν πεδίῳ πίπτειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίπτω]] δεμνίοις, σε Ευρ.· επίσης, [[πίπτω]] ἐπὶ χθονί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπὶ γᾷ</i>, σε Σοφ.· <i>πρὸς πέδῳ</i>, σε Ευρ.· με πρόθ. που δηλώνει [[κίνηση]], [[πίπτω]] ἐς πόντον, σε Ησίοδ.· <i>ἐπὶ γᾶν</i>, σε Αισχύλ.· πρὸς [[οὖδας]], σε Ευρ. <b>Β.</b> Ειδικότερες χρήσεις:<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>πίπτειν ἔν τισι</i>, [[πέφτω]] με [[βία]] πάνω σε, [[εφορμώ]], ἐνὶ [[νήεσσι]] πέσωμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] τον εαυτό μου [[κάτω]], [[πέφτω]] [[κάτω]], πρὸς [[βρέτη]] [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· ἀμφὶ [[γόνυ]] τινός, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πέφτω]] στη [[μάχη]], πίπτε δὲ [[λαός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>οἱ [[πεπτωκότες]]</i>, οι έκπτωτοι, οι ξεπεσμένοι, σε Ξεν.· [[πίπτω]] [[δορί]], από το [[δόρυ]], σε Ευρ.· [[πίπτω]] [[ὑπό]] τινος, [[πέφτω]] από το [[χέρι]] άλλου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]], καταστρέφομαι, ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' [[ἑωυτοῦ]] ἔπιπτε, Λατ. mole sua corruit, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταπέφτω]], [[κοπάζω]], [[εξασθενίζω]], [[ἄνεμος]] [[πέσε]], ο [[άνεμος]] έπεσε, κόπασε (ομοίως στο candunt austriτου Βιργ.), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[πέφτω]] έξω, σε Πλάτ.· λέγεται για ένα [[δράμα]], [[αποτυγχάνω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> <i>ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί</i>, [[πέφτω]] έξω από την [[εύνοια]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[πίπτω]] ἐξ ἐλπίδων, σε Ευρ.· αντιθέτως, [[πίπτω]] ἐς [[κακότητα]], σε Θέογν.· <i>εἰς νόσον</i>, σε Αισχύλ.· <i>φόβον</i>, <i>ἀνάγκας</i>, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, [[πίπτω]] ἐν φόβῳ, σε Ευρ.· [[πίπτω]] δυσπραξίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πίπτω]] εἰς [[ὕπνον]], [[πέφτω]] για ύπνο, στον ίδ.· ή [[απλώς]] <i>ὕπνῳ</i>, σε Αισχύλ.·<br /><b class="num">IV.</b> 1. πίπτειν [[μετὰ]] ποσσὶ γυναικός, [[πέφτω]] [[ανάμεσα]] στα πόδια της, δηλ. γεννιέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">V. 1.</b> λέγεται για τα ζάρια, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα [[θήσομαι]], θα θεωρήσω τις βολές του κυρίου μου καλές ή τυχερές, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται για τους κλήρους, ὁ [[κλῆρος]] πίπτει τινί ή [[παρά]] τινα, σε Πλάτ.· [[ἐπί]] τινα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[πέφτω]], [[αποβαίνω]], <i>εὖ</i>, [[καλῶς]] πίπτειν, είμαι [[τυχερός]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">VI.</b>υπάγομαι, [[ανήκω]] σε κάποια [[τάξη]], σε Αριστ.
}}
}}