φαῦλος: Difference between revisions

1,639 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαῦλος:''' -η, -ον και -ος, -ον, όπως [[φλαῦρος]].<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[λεπτός]], [[ελαφρύς]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. [[φαύλως]] κρίνειν, [[εκτιμώ]] [[κάτι]] αψήφιστα ή λανθασμένα, σε Αισχύλ.· <i>φαύλ.ἀποδιδράσκειν</i>, απαλλάσσομαι με [[ευκολία]], σε Αριστοφ.· υπερθ. φαυλότατα καὶ [[ῥᾷστα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]], [[μικρός]], [[αξιολύπητος]], [[ανάξιος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>φαῦλα ἐπιφέρειν</i>, [[προσάπτω]] ασήμαντες κατηγορίες, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[οὔτι]] [[φαύλως]], όχι με ασήμαντη [[δύναμη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ταπεινός]] στο [[γένος]], [[κακός]], [[κοινός]], <i>οἱ φαυλότατοι</i>, του κοινότατου είδους (λέγεται για στρατιώτες), σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., [[φαῦλος]] μάχεσθαι, στον ίδ.· [[φαῦλος]] λέγειν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμέριμνος]], [[απερίσκεπτος]], [[αδιάφορος]], Λατ. [[securus]], σε Ευρ.· επίρρ., [[φαύλως]] εὕδειν, στον ίδ.· [[φαύλως]] λογίσασθαι, [[υπολογίζω]] [[πρόχειρα]], χονδρικά, σε Αριστοφ.· [[φαύλως]] [[εἰπεῖν]], Λατ. [[strictim]] dicere, [[χωρίς]] [[προσοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με θετική [[σημασία]], [[απλός]], [[ανεπιτήδευτος]], στον ίδ.· επίρρ. [[φαύλως]] παιδεύειν τινά, σε Ξεν.
|lsmtext='''φαῦλος:''' -η, -ον και -ος, -ον, όπως [[φλαῦρος]].<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[λεπτός]], [[ελαφρύς]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. [[φαύλως]] κρίνειν, [[εκτιμώ]] [[κάτι]] αψήφιστα ή λανθασμένα, σε Αισχύλ.· <i>φαύλ.ἀποδιδράσκειν</i>, απαλλάσσομαι με [[ευκολία]], σε Αριστοφ.· υπερθ. φαυλότατα καὶ [[ῥᾷστα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[μηδαμινός]], [[μικρός]], [[αξιολύπητος]], [[ανάξιος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>φαῦλα ἐπιφέρειν</i>, [[προσάπτω]] ασήμαντες κατηγορίες, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[οὔτι]] [[φαύλως]], όχι με ασήμαντη [[δύναμη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ταπεινός]] στο [[γένος]], [[κακός]], [[κοινός]], <i>οἱ φαυλότατοι</i>, του κοινότατου είδους (λέγεται για στρατιώτες), σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., [[φαῦλος]] μάχεσθαι, στον ίδ.· [[φαῦλος]] λέγειν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμέριμνος]], [[απερίσκεπτος]], [[αδιάφορος]], Λατ. [[securus]], σε Ευρ.· επίρρ., [[φαύλως]] εὕδειν, στον ίδ.· [[φαύλως]] λογίσασθαι, [[υπολογίζω]] [[πρόχειρα]], χονδρικά, σε Αριστοφ.· [[φαύλως]] [[εἰπεῖν]], Λατ. [[strictim]] dicere, [[χωρίς]] [[προσοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με θετική [[σημασία]], [[απλός]], [[ανεπιτήδευτος]], στον ίδ.· επίρρ. [[φαύλως]] παιδεύειν τινά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φαῦλος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> ничтожный, незначительный, пустяшный ([[πόνος]] Eur.; [[πρᾶγμα]] Arph.; οὐ [[φαῦλον]] [[ἐρώτημα]] Plat.): λέγειν φ. ὤν Plat. говорящий пустяки;<br /><b class="num">2)</b> негодный, дурной, жалкий, плохой ([[στρατιά]] Thuc.; σιτία καὶ ποτὰ καὶ [[ἱμάτιον]] Xen.): φαύλοις πεισθεὶς λόγοις Eur. послушавшись плохих советов; [[δόξα]] φάυλη Dem. дурная слава, позор; οἱ φαυλότεροι γνώμην Thuc. те, кто умом послабее;<br /><b class="num">3)</b> грубый, обидный ([[ψόγος]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> неумелый, неискусный ([[αὐλητής]] Plat.): οἱ τὰ γράμματα φαῦλοι Plat. малограмотные; φαῦλοι μάχεσθαι Eur. неважные вояки;<br /><b class="num">5)</b> некрасивый, безобразный (sc. γυναῖκες, [[ἄνδρες]] Arph.);<br /><b class="num">6)</b> нерадивый, ленивый, вялый или слабовольный (φ. κἀσθενής Eur.);<br /><b class="num">7)</b> простой, рядовой, скромный: οἱ φαυλότατοι Thuc. самые простые солдаты; ὁ [[γάμος]] ἐκ τῶν φαυλοτέρων Xen. брак с женщинами низшего происхождения - см. тж. [[φαῦλον]].
}}
}}