ἀσύμβλητος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον ([[συμβάλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[ασυναγώνιστος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον ([[συμβάλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[ασυναγώνιστος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύμβλητος:''' староатт. [[ἀξύμβλητος]]<br /><b class="num">1)</b> несравнимый, несоизмеримый (τινι Arst., Plut. и πρός τι Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> недоступный, неуловимый ([[μαθεῖν]] Soph.).
}}
}}