3,276,932
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμβλητος]] και ἀξύμβλητος, -ον) [[συμβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει συνάψει [[συμβόλαιο]] ή [[σύμβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[παραβολή]], ο [[ασύγκριτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον καταλάβει, ο [[ακατάληπτος]], ο [[ακατανόητος]]<br /><b>3.</b> [[ακοινώνητος]], [[μοναχικός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμβλητος]] και ἀξύμβλητος, -ον) [[συμβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει συνάψει [[συμβόλαιο]] ή [[σύμβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[παραβολή]], ο [[ασύγκριτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον καταλάβει, ο [[ακατάληπτος]], ο [[ακατανόητος]]<br /><b>3.</b> [[ακοινώνητος]], [[μοναχικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον ([[συμβάλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[ασυναγώνιστος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |