3,276,932
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον ([[συμβάλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[ασυναγώνιστος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀσύμβλητος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον ([[συμβάλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[ασυναγώνιστος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσύμβλητος:''' староатт. [[ἀξύμβλητος]]<br /><b class="num">1)</b> несравнимый, несоизмеримый (τινι Arst., Plut. и πρός τι Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> недоступный, неуловимый ([[μαθεῖν]] Soph.). | |||
}} | }} |