προσοράω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. <i>-ορῆν</i>· [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ [[προσεῖδον]]· ομοίως στη Μέσ., <i>προσορωμένα</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''προσοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. <i>-ορῆν</i>· [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ [[προσεῖδον]]· ομοίως στη Μέσ., <i>προσορωμένα</i>, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσοράω, Dor. ποθόρημι, ook med., kijken naar; beschouwen als:. με... ἄνομον mij als een goddeloze beschouwen Soph. OC 142.
}}
}}