Anonymous

προσοράω: Difference between revisions

From LSJ
6
(SL_2)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[προσοράω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[observe]] [[τέρας]] μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, [[θαῦμα]] δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι (vv. ll. ἰδέσθαι, [[πυθέσθαι]]) (P. 1.26)
|sltr=[[προσοράω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[observe]] [[τέρας]] μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, [[θαῦμα]] δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι (vv. ll. ἰδέσθαι, [[πυθέσθαι]]) (P. 1.26)
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. <i>-ορῆν</i>· [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ [[προσεῖδον]]· ομοίως στη Μέσ., <i>προσορωμένα</i>, σε Σοφ.
}}
}}