3,270,629
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. <i>-ορῆν</i>· [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ [[προσεῖδον]]· ομοίως στη Μέσ., <i>προσορωμένα</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''προσοράω:''' μέλ. <i>-όψομαι</i>, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. <i>-ορῆν</i>· [[κοιτάζω]], [[παρατηρώ]], σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ [[προσεῖδον]]· ομοίως στη Μέσ., <i>προσορωμένα</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσοράω, Dor. ποθόρημι, ook med., kijken naar; beschouwen als:. με... ἄνομον mij als een goddeloze beschouwen Soph. OC 142. | |||
}} | }} |