3,274,919
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔνοικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει μέσα σε [[κάτι]], [[κάτοικος]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που κατοικείται, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἔνοικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει μέσα σε [[κάτι]], [[κάτοικος]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που κατοικείται, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνοικος:''' <b class="num">1)</b> обитающий, проживающий, живущий (Κολχίδος γᾶς Aesch.; Θήβης Soph.; Νεμέας Eur.; τῷ [[ὄρει]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> обитаемый, служащий жилищем (Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ житель Thuc., Plut. | |||
}} | }} |