Anonymous

ἔνοικος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνοικος]], -ον) [[οίκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μένει σ' ένα [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> [[ενοικιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]], [[κάτοικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνοικος]], -ον) [[οίκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μένει σ' ένα [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> [[ενοικιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί [[μέσα]], [[κάτοικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνοικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει μέσα σε [[κάτι]], [[κάτοικος]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που κατοικείται, σε Ευρ.
}}
}}