Anonymous

ἔνοικος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνοικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει μέσα σε [[κάτι]], [[κάτοικος]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που κατοικείται, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔνοικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει μέσα σε [[κάτι]], [[κάτοικος]], σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που κατοικείται, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνοικος:''' <b class="num">1)</b> обитающий, проживающий, живущий (Κολχίδος γᾶς Aesch.; Θήβης Soph.; Νεμέας Eur.; τῷ [[ὄρει]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> обитаемый, служащий жилищем (Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ житель Thuc., Plut.
}}
}}