3,274,498
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λημάω:''' μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό [[βλέμμα]], <i>λημᾶν κολοκύνταις</i>, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο [[μέγεθος]] με [[κολοκύθα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν [[τὰς]] φρένας, στον ίδ. | |lsmtext='''λημάω:''' μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό [[βλέμμα]], <i>λημᾶν κολοκύνταις</i>, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο [[μέγεθος]] με [[κολοκύθα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν [[τὰς]] φρένας, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λημάω:''' (только praes.) страдать гноетечением из глаз (λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.): λ. κολοκύνταις Arph. иметь (чуть ли не) тыквами засоренные глаза, т. е. решительно ничего не видеть; λ. τὰς φρένας Arph. иметь затуманенный разум. | |||
}} | }} |