Anonymous

λημάω: Difference between revisions

From LSJ
413 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λημάω:''' μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό [[βλέμμα]], <i>λημᾶν κολοκύνταις</i>, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο [[μέγεθος]] με [[κολοκύθα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν [[τὰς]] φρένας, στον ίδ.
|lsmtext='''λημάω:''' μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό [[βλέμμα]], <i>λημᾶν κολοκύνταις</i>, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο [[μέγεθος]] με [[κολοκύθα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν [[τὰς]] φρένας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λημάω:''' (только praes.) страдать гноетечением из глаз (λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.): λ. κολοκύνταις Arph. иметь (чуть ли не) тыквами засоренные глаза, т. е. решительно ничего не видеть; λ. τὰς φρένας Arph. иметь затуманенный разум.
}}
}}