3,274,917
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠνητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., αγορασμένος, [[αγοραστός]]· λέγεται για δούλους, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὠνητὴ [[δύναμις]], μισθοφορική [[δύναμη]] αντίθ. προς το <i>οἰκεία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να αγοράσει, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, Λατ. [[venalis]]· [[ἐλπίς]], σε Ευρ.· με γεν. της [[τιμής]], [[δόξα]] χρημάτων οὐκ ὠνητή, η [[δόξα]], η [[καλή]] [[φήμη]] δεν εξαγοράζεται με χρήματα, σε Ισοκρ.· [[αλλά]], <i>ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή</i>, η [[ελπίδα]] αγοράζεται με χρήματα, σε Θουκ. | |lsmtext='''ὠνητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., αγορασμένος, [[αγοραστός]]· λέγεται για δούλους, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὠνητὴ [[δύναμις]], μισθοφορική [[δύναμη]] αντίθ. προς το <i>οἰκεία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να αγοράσει, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, Λατ. [[venalis]]· [[ἐλπίς]], σε Ευρ.· με γεν. της [[τιμής]], [[δόξα]] χρημάτων οὐκ ὠνητή, η [[δόξα]], η [[καλή]] [[φήμη]] δεν εξαγοράζεται με χρήματα, σε Ισοκρ.· [[αλλά]], <i>ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή</i>, η [[ελπίδα]] αγοράζεται με χρήματα, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠνητός:''' 3, редко 2 [adj. verb. к [[ὠνέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> купленный ([[δοῦλος]] Soph., Eur.): ὠνητὴ [[μήτηρ]] Hom. мать-рабыня; ὠνητοὶ παιδαγωγοί Plut. педагоги из рабов; [[σῖτος]] ὠ. ἐξ Ἰταλίας Plut. закупленный в Италии хлеб;<br /><b class="num">2)</b> наемный ([[δύναμις]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> покупающийся, продажный (βασιλεῖαι Plat.; ἀρχαί Arst.): (τῶν) χρημάτων ὠ. Isocr., Plut. покупающийся на деньги; ἐλπὶς [[ὠνητός]] Eur. и ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή Thuc. надежда на деньги (откупиться деньгами). | |||
}} | }} |