δύσερως: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> τρελά, παθολογικά ερωτευμένος, αυτός που είναι ερωτευμένος αρρωστημένα με, <i>τινος</i>, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναίσθητος]] στον έρωτα, [[σκληρόκαρδος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δύσερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> τρελά, παθολογικά ερωτευμένος, αυτός που είναι ερωτευμένος αρρωστημένα με, <i>τινος</i>, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναίσθητος]] στον έρωτα, [[σκληρόκαρδος]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-ερως, ωτος,<br /><b class="num">I.</b> [[sick]] in [[love]] with, τινος Eur., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[hardly]] [[loving]], [[stony]]-hearted, Theocr.
}}
}}