ἀπεχθάνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] (s. ἐχθάνομαι), bei Theocr. 7, 45 [[ἀπέχθομαι]], wie Lycophr. 116; vom aor. ἀπηχθόμην inf. ἀπέχθεσθαι accent., Il. 21, 83 (vgl. Scholl. Aristonic.); Thuc. 1, 136; Plat. Rep. 343 e; Eur. Med. 285 ἀπεχθέσθαι; ἀπεχθόμενον und die anderen modi gehören zum aor.; fut. ἀπεχθήσομαι Her. 1, 89; Is. 1, 22; Plat. Phil. 28 d; perf. ἀπήχθημαι Alc. II, 149 e; Thuc. 2, 63; sich [[verhaßtmachen]]; verhaßt, verfeindet werden, absol., μνηστῆρες ἀπεχθόμενοι Od. 18, 165; [[γῆρας]] ἀπεχθόμενον Pind. N. 10, 83; ἀπήχθησθε Thuc. 1, 76; Plat. u. A.; τινί, ἀπήχθετο πᾶσιν Il. 3, 454; oft bei Att., bes. in Prosa; [[πρός]] τινα, Eur. Med. 290; Plut.; – λόγοι ἀπεχθανόμενοι verfeindende Reden Xen. Symp. 4, 58, im Ggstz von οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι; Od. 2, 202 ἀπεχθάνεαι ἔτι [[μᾶλλον]], du erregst nur noch größere Erbitterung; – Xen. Hier. 8, 8 οἱ ἄνθρωποι ἀπεχθάνονται ἡμᾶς, verfolgen uns mit Haß; Od. 16, 114 [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, das Volk ist nicht feindselig gegen mich aufgebracht, Antwort auf V. 96 ἦ σέ γε λαοὶ ἐχθαίρουσ' ανὰ δῆμον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] (s. ἐχθάνομαι), bei Theocr. 7, 45 [[ἀπέχθομαι]], wie Lycophr. 116; vom aor. ἀπηχθόμην inf. ἀπέχθεσθαι accent., Il. 21, 83 (vgl. Scholl. Aristonic.); Thuc. 1, 136; Plat. Rep. 343 e; Eur. Med. 285 ἀπεχθέσθαι; ἀπεχθόμενον und die anderen modi gehören zum aor.; fut. ἀπεχθήσομαι Her. 1, 89; Is. 1, 22; Plat. Phil. 28 d; perf. ἀπήχθημαι Alc. II, 149 e; Thuc. 2, 63; sich [[verhaßtmachen]]; verhaßt, verfeindet werden, absol., μνηστῆρες ἀπεχθόμενοι Od. 18, 165; [[γῆρας]] ἀπεχθόμενον Pind. N. 10, 83; ἀπήχθησθε Thuc. 1, 76; Plat. u. A.; τινί, ἀπήχθετο πᾶσιν Il. 3, 454; oft bei Att., bes. in Prosa; [[πρός]] τινα, Eur. Med. 290; Plut.; – λόγοι ἀπεχθανόμενοι verfeindende Reden Xen. Symp. 4, 58, im Ggstz von οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι; Od. 2, 202 ἀπεχθάνεαι ἔτι [[μᾶλλον]], du erregst nur noch größere Erbitterung; – Xen. Hier. 8, 8 οἱ ἄνθρωποι ἀπεχθάνονται ἡμᾶς, verfolgen uns mit Haß; Od. 16, 114 [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, das Volk ist nicht feindselig gegen mich aufgebracht, Antwort auf V. 96 ἦ σέ γε λαοὶ ἐχθαίρουσ' ανὰ δῆμον.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπηχθανόμην, <i>f.</i> ἀπεχθήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπηχθόμην]], <i>pf.</i> [[ἀπήχθημαι]];<br /><b>I.</b> <i>Pass. de</i>venir odieux ; <i>à l'ao.2</i> être haï, être odieux;<br /><b>II.</b> <i><b>Moy.</b></i> haïr, poursuivre de sa haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔχθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεχθάνομαι''': Ὀδ. [[ἔνθα]] κατωτέρ., Ἀριστοφ. Πλ. 910, Πλάτ., κτλ.: παρατ. ἀπηχθανόμην Κρατῖν. ἐν «Διδασκαλίαις» 1, Ξεν.: μέλλ. ἀπεχθήσομαι Ἡρόδ. 1. 89, Εὐρ. Ἄλκ. 72, Πλάτ. κτλ., ἀπεχθᾰνοῦμαι κατὰ πρῶτον παρὰ Θεμιστ.: πρκμ. ἀπήχθημαι Θουκ. 1. 7., 2. 63, Ξεν., κλ.: ἀόρ. ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο Ἰλ. Ω 27, Ἀττ.: ὑποτακτ. ἀπέχθωμαι Ἰλ. Δ. 53· ἀπαρέμ. ἀπεχθέσθαι (οὐχὶ ἀπέχθεσθαι· ἴδε ἐν ῥήματι [[ἀπέχθομαι]]): μετοχ. ἀπεχθόμενος Πλάτ. Πολ. 321Α: Παθ. Μισοῦμαι, [[ἐπισύρω]] [[μῖσος]], ἀπεχθάνεαι δ’ ἔτι [[μᾶλλον]] Ὀδ. Β. 202· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν ἀόριστον κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. προσώπ., εἶμαι ἢ καθίσταμαι μισητὸς εἴς τινα, [[ἐπισύρω]] τὸ [[μῖσος]] [[αὐτοῦ]], ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Ἰλ. Ζ. 140· ἶσον γὰρ [[σφιν]]... ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ Γ. 454· [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, [[οὔτε]] πᾶς ὁ λαὸς ὑπ’ ἔχθρας κινούμενος ὀργίζεται κατ’ ἐμοῦ, Ὀδ. Π. 114· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 89., 3. 1, Ἀντιφῶντι 142. 35. Θουκ. 1. 136, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι μισητὸς εἰς τὰ ὄμματα [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Μήδ. 290, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 18, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 13. 9, 3: - μετὰ δοτ. πράγματ., μισοῦμαι διά τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Ἀπολ. 24Α, πρβλ. Θουκ. 2. 63: - μετὰ μετοχ. ἀπ. ποιῶν Ἀνδοκ. 30. 19· θριάμβους ἀναρύτουσ’ ἀπηχθάνου Κρατῖνος ἐν «Διδασκαλίαις» 1. ΙΙ. ὡς ἀποθετ., μετὰ σημασ. μεταβατ., λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγοι διεγείροντες ἢ προξενοῦντες [[μῖσος]], ἀντιθέτως τῇ φράσει, οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, Ξεν. Συμπ. 4. 58.
|lstext='''ἀπεχθάνομαι''': Ὀδ. [[ἔνθα]] κατωτέρ., Ἀριστοφ. Πλ. 910, Πλάτ., κτλ.: παρατ. ἀπηχθανόμην Κρατῖν. ἐν «Διδασκαλίαις» 1, Ξεν.: μέλλ. ἀπεχθήσομαι Ἡρόδ. 1. 89, Εὐρ. Ἄλκ. 72, Πλάτ. κτλ., ἀπεχθᾰνοῦμαι κατὰ πρῶτον παρὰ Θεμιστ.: πρκμ. ἀπήχθημαι Θουκ. 1. 7., 2. 63, Ξεν., κλ.: ἀόρ. ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο Ἰλ. Ω 27, Ἀττ.: ὑποτακτ. ἀπέχθωμαι Ἰλ. Δ. 53· ἀπαρέμ. ἀπεχθέσθαι (οὐχὶ ἀπέχθεσθαι· ἴδε ἐν ῥήματι [[ἀπέχθομαι]]): μετοχ. ἀπεχθόμενος Πλάτ. Πολ. 321Α: Παθ. Μισοῦμαι, [[ἐπισύρω]] [[μῖσος]], ἀπεχθάνεαι δ’ ἔτι [[μᾶλλον]] Ὀδ. Β. 202· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν ἀόριστον κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. προσώπ., εἶμαι ἢ καθίσταμαι μισητὸς εἴς τινα, [[ἐπισύρω]] τὸ [[μῖσος]] [[αὐτοῦ]], ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Ἰλ. Ζ. 140· ἶσον γὰρ [[σφιν]]... ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ Γ. 454· [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, [[οὔτε]] πᾶς ὁ λαὸς ὑπ’ ἔχθρας κινούμενος ὀργίζεται κατ’ ἐμοῦ, Ὀδ. Π. 114· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 89., 3. 1, Ἀντιφῶντι 142. 35. Θουκ. 1. 136, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι μισητὸς εἰς τὰ ὄμματα [[αὐτοῦ]], Εὐρ. Μήδ. 290, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 18, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 13. 9, 3: - μετὰ δοτ. πράγματ., μισοῦμαι διά τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Ἀπολ. 24Α, πρβλ. Θουκ. 2. 63: - μετὰ μετοχ. ἀπ. ποιῶν Ἀνδοκ. 30. 19· θριάμβους ἀναρύτουσ’ ἀπηχθάνου Κρατῖνος ἐν «Διδασκαλίαις» 1. ΙΙ. ὡς ἀποθετ., μετὰ σημασ. μεταβατ., λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγοι διεγείροντες ἢ προξενοῦντες [[μῖσος]], ἀντιθέτως τῇ φράσει, οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, Ξεν. Συμπ. 4. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπηχθανόμην, <i>f.</i> ἀπεχθήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπηχθόμην]], <i>pf.</i> [[ἀπήχθημαι]];<br /><b>I.</b> <i>Pass. de</i>venir odieux ; <i>à l'ao.2</i> être haï, être odieux;<br /><b>II.</b> <i><b>Moy.</b></i> haïr, poursuivre de sa haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔχθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth