ἀποσείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0323.png Seite 323]] (s. [[σείω]]), abschütteln, Theophr.; bes. med., von sich abschütteln, vom Pferde, den Reiter abwerfen, Her. 7, 88. 9, 22; Xen. Cyr. 7, 1, 37; übertr., Plat. Gorg. 484 a; λύπας, [[γῆρας]], Ar. Ran. 346 Lys. 671; [[ὕπνον]] Luc Tim. 6; τοὺς ἐνοχλοῦντας, sich vom Halse schaffen, Hdn. 6. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0323.png Seite 323]] (s. [[σείω]]), abschütteln, Theophr.; bes. med., von sich abschütteln, vom Pferde, den Reiter abwerfen, Her. 7, 88. 9, 22; Xen. Cyr. 7, 1, 37; übertr., Plat. Gorg. 484 a; λύπας, [[γῆρας]], Ar. Ran. 346 Lys. 671; [[ὕπνον]] Luc Tim. 6; τοὺς ἐνοχλοῦντας, sich vom Halse schaffen, Hdn. 6. 3.
}}
{{bailly
|btext=faire tomber en secouant, renverser par une secousse;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποσείομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σείω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσείω''': [[τινάσσω]], ἢ [[ῥίπτω]] τι [[μακράν]], [[φανός]] ἐστι μεστὸς ὕδατος οὑτοσί, δεῖ δ’ οὐχὶ σείειν, ἀλλ’ ἀποσείειν [[αὐτόθεν]] Μένανδρος ἐν Ἀνεψιοῖς» 4, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 20, 3: - Μέσ. [[ἀποσείω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[τινάσσω]] τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, πάντ’ ἀποσεισάμενος Θέογν. 348· ἐπὶ ἵππου, [[ἀποσείω]] καὶ [[ῥίπτω]] τὸν ἀναβάτην μου. ὁ [[ἵππος]] ἀπεσείσατο τὸν Φαρνουχέα Ἡρόδ. 7. 88. 9. 22· ὁ δὲ [[ἵππος]] πληγεὶς σφαδάζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· τειχέων... θριγκοὺς ἀποσεισαμένη, καταβαλοῦσα καταρρίψασα, Σοφ. Ἀποσπ. 481· μεταφ., ἀποσείεσθαι λύπην, [[γῆρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 346, Λυσ. 670· [[νέφος]] ὁ αὐτ. Νεφ. 288· ἑταίρους Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 2. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]], [[σείω]] ἐμαυτόν, τινάσσομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 20.
|lstext='''ἀποσείω''': [[τινάσσω]], ἢ [[ῥίπτω]] τι [[μακράν]], [[φανός]] ἐστι μεστὸς ὕδατος οὑτοσί, δεῖ δ’ οὐχὶ σείειν, ἀλλ’ ἀποσείειν [[αὐτόθεν]] Μένανδρος ἐν Ἀνεψιοῖς» 4, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 20, 3: - Μέσ. [[ἀποσείω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[τινάσσω]] τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, πάντ’ ἀποσεισάμενος Θέογν. 348· ἐπὶ ἵππου, [[ἀποσείω]] καὶ [[ῥίπτω]] τὸν ἀναβάτην μου. ὁ [[ἵππος]] ἀπεσείσατο τὸν Φαρνουχέα Ἡρόδ. 7. 88. 9. 22· ὁ δὲ [[ἵππος]] πληγεὶς σφαδάζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· τειχέων... θριγκοὺς ἀποσεισαμένη, καταβαλοῦσα καταρρίψασα, Σοφ. Ἀποσπ. 481· μεταφ., ἀποσείεσθαι λύπην, [[γῆρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 346, Λυσ. 670· [[νέφος]] ὁ αὐτ. Νεφ. 288· ἑταίρους Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 2. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]], [[σείω]] ἐμαυτόν, τινάσσομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 20.
}}
{{bailly
|btext=faire tomber en secouant, renverser par une secousse;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποσείομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σείω]].
}}
}}
{{grml
{{grml