ἠχέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] (vgl. oben [[ἀχέω]]), schallen, ertönen, rauschen; ἠχεῖ δὲ [[κάρη]] νιφόεντος Ὀλύμπου Hes. Th. 42; τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar. Nubb. 164; [[φόρμιγξ]] ἠχήσειεν ἐπ' εὐχαῖς ἡμετέραις, sie mag dazu ertönen, Th. 327; ἤχεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Her. 4, 200; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. Prot. 329 a; Sp.; einen Laut von sich geben, neben διαλέγεσθαι Plut. Cor. 38. – Auch trans., erschallen lassen, anstimmen, ἠχεῖ τις οὐκ ἄσημον κωκυτόν Soph. Tr. 863; dah. pass., [[τίς]] αὖ παρ' ὑμῶν ἠχεῖται [[κτύπος]] O. C. 1696. Vgl. noch Theocr. 2, 36 τὸ [[χαλκίον]] ὡς [[τάχος]] [[ἄχει]], laß ertönen; τὰ φωνήεντα, aussprechen, Dem. Phaler. 71. S. auch [[ἰάχω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] (vgl. oben [[ἀχέω]]), schallen, ertönen, rauschen; ἠχεῖ δὲ [[κάρη]] νιφόεντος Ὀλύμπου Hes. Th. 42; τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar. Nubb. 164; [[φόρμιγξ]] ἠχήσειεν ἐπ' εὐχαῖς ἡμετέραις, sie mag dazu ertönen, Th. 327; ἤχεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Her. 4, 200; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. Prot. 329 a; Sp.; einen Laut von sich geben, neben διαλέγεσθαι Plut. Cor. 38. – Auch trans., erschallen lassen, anstimmen, ἠχεῖ τις οὐκ ἄσημον κωκυτόν Soph. Tr. 863; dah. pass., [[τίς]] αὖ παρ' ὑμῶν ἠχεῖται [[κτύπος]] O. C. 1696. Vgl. noch Theocr. 2, 36 τὸ [[χαλκίον]] ὡς [[τάχος]] [[ἄχει]], laß ertönen; τὰ φωνήεντα, aussprechen, Dem. Phaler. 71. S. auch [[ἰάχω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> résonner, retentir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire retentir : κωκυτόν SOPH des lamentations ; <i>Pass.</i> retentir.<br />'''Étymologie:''' [[ἦχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠχέω''': Δωρ. [[ἀχέω]] ᾱ, μέλλ. -ήσω: Ι. ἀμετάβ., ἠχῶ, κροτῶ, βροντῶ, ἠχεῖ δὲ κάρη… Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· [[ὅταν]] ἀχήσῃ πολιὸς βυθὸς Μόσχ. 5. 4· [[συχνάκις]] ἐπὶ μετάλλου, ἤχεσκε (Ἰων. παρατ.) ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Ἡρόδ. 3. 200· ἀχοῦσιν προπόλων χέρες Εὐρ. Ἱκέτ. 72· τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Μένανδ. Ἀρρ. 3· ἐπὶ τοῦ τέττιγος, ᾄδω, [[τερετίζω]], Θεόκρ. 16. 96· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· - διά τὶ ἠχεῖ ἢ διά τὶ ἐμφαίνεται; ἀπροσ. ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2, 15., 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀχεῖν (ἀλλ. ἰαχεῖν) ὕμνον, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 868· κωκυτὸν Σοφ. Τρ. 866· γόους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 469· [[μέλος]] Εὐρ. Ἴωνι 883· [[χαλκίον]] [[ἄχει]], κρότει τὸ [[κύμβαλον]], Θεόκρ. 2. 36. - Μέσ., ἀχεῖσθαί τινα, ἐξυμνεῖν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 18. - Παθ., ἠχεῖται [[κτύπος]], γίνεται [[ἦχος]], Σοφ. Ο. Κ. 1500. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς Δωρ. τύπους ἀχεῖν, ἀχά, ἄχημα ἔτι καὶ ἐν ἀναπαιστικοῖς· οὗτοι οἱ τύποι [[πολλάκις]] μετεβλήθησαν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς ἰαχεῖν, ἰαχά, [[ἰάχημα]], Elmsl. Εὐρ. Ἡρακλ. 752, Dind. Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· ἴδε ἐν λ. [[ἰαχέω]].
|lstext='''ἠχέω''': Δωρ. [[ἀχέω]] ᾱ, μέλλ. -ήσω: Ι. ἀμετάβ., ἠχῶ, κροτῶ, βροντῶ, ἠχεῖ δὲ κάρη… Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· [[ὅταν]] ἀχήσῃ πολιὸς βυθὸς Μόσχ. 5. 4· [[συχνάκις]] ἐπὶ μετάλλου, ἤχεσκε (Ἰων. παρατ.) ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Ἡρόδ. 3. 200· ἀχοῦσιν προπόλων χέρες Εὐρ. Ἱκέτ. 72· τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Μένανδ. Ἀρρ. 3· ἐπὶ τοῦ τέττιγος, ᾄδω, [[τερετίζω]], Θεόκρ. 16. 96· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· - διά τὶ ἠχεῖ ἢ διά τὶ ἐμφαίνεται; ἀπροσ. ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2, 15., 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀχεῖν (ἀλλ. ἰαχεῖν) ὕμνον, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 868· κωκυτὸν Σοφ. Τρ. 866· γόους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 469· [[μέλος]] Εὐρ. Ἴωνι 883· [[χαλκίον]] [[ἄχει]], κρότει τὸ [[κύμβαλον]], Θεόκρ. 2. 36. - Μέσ., ἀχεῖσθαί τινα, ἐξυμνεῖν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 18. - Παθ., ἠχεῖται [[κτύπος]], γίνεται [[ἦχος]], Σοφ. Ο. Κ. 1500. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς Δωρ. τύπους ἀχεῖν, ἀχά, ἄχημα ἔτι καὶ ἐν ἀναπαιστικοῖς· οὗτοι οἱ τύποι [[πολλάκις]] μετεβλήθησαν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς ἰαχεῖν, ἰαχά, [[ἰάχημα]], Elmsl. Εὐρ. Ἡρακλ. 752, Dind. Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· ἴδε ἐν λ. [[ἰαχέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> résonner, retentir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire retentir : κωκυτόν SOPH des lamentations ; <i>Pass.</i> retentir.<br />'''Étymologie:''' [[ἦχος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR