3,273,735
edits
m (Text replacement - "m’" to "m'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] τό, 1) zerrissenes, zerlumptes, zerfetztes Kleid, Lumpen, Fetzen; oft in der Od.; [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι, 6, 178. 13, 434 u. sonst; ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, 18, 67; übh. ein Stück Zeug, ῥάκεα φοινίκια, Her. 7, 76. Auch wie bei uns übrtr., διαρταμήσει σώματος μέγα [[ῥάκος]], Aesch. Prom. 1025, θάλπεται ῥάκη, Soph. Phil. 39. 274, ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη, Eur. Hel. 1085; Ar. Plut. 540 Ran. 406 u. öfter; [[ῥάκος]] πολυσχιδές, Luc. merc. cond. 39 u. öfter; Plut. u. a. Sp. – 2) die Runzeln im Gesicht, vgl. Ar. Plut. 1064, εἰ δ' ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ [[ψιμύθιον]], wenn sie die Schminke aus-, abwaschen wird, ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη, wo der Schol. τὰς ῥυτίδας erkl.; Antiphil. 41 (IX, 242) nennt einen alten Schiffer μυριέτης ἁλίοιο βίοιο [[ῥάκος]], einen Fetzen, Überbleibsel, Trümmer; vgl. Luc. Tim. 32; Jac. A. P. p. 308. – S. auch [[βράκος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] τό, 1) zerrissenes, zerlumptes, zerfetztes Kleid, Lumpen, Fetzen; oft in der Od.; [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι, 6, 178. 13, 434 u. sonst; ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, 18, 67; übh. ein Stück Zeug, ῥάκεα φοινίκια, Her. 7, 76. Auch wie bei uns übrtr., διαρταμήσει σώματος μέγα [[ῥάκος]], Aesch. Prom. 1025, θάλπεται ῥάκη, Soph. Phil. 39. 274, ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη, Eur. Hel. 1085; Ar. Plut. 540 Ran. 406 u. öfter; [[ῥάκος]] πολυσχιδές, Luc. merc. cond. 39 u. öfter; Plut. u. a. Sp. – 2) die Runzeln im Gesicht, vgl. Ar. Plut. 1064, εἰ δ' ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ [[ψιμύθιον]], wenn sie die Schminke aus-, abwaschen wird, ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη, wo der Schol. τὰς ῥυτίδας erkl.; Antiphil. 41 (IX, 242) nennt einen alten Schiffer μυριέτης ἁλίοιο βίοιο [[ῥάκος]], einen Fetzen, Überbleibsel, Trümmer; vgl. Luc. Tim. 32; Jac. A. P. p. 308. – S. auch [[βράκος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> morceau d’étoffe déchiré, haillon, loque ; <i>en gén.</i> morceau d’étoffe, lambeau ; <i>p. anal.</i> lambeau de chair;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> débris, ruines (d’une maison) ; <i>fig. en parl. de pers.</i><br /><b>3</b> ride.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[λακίς]], de la R. Λακ déchirer ; cf. <i>lat.</i> lacero. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάκος''': [ᾰ], εος, τό, [[ἔνδυμα]] ἐσχισμένον καὶ ἐφθαρμένον, [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Ν. 434, Ξ. 342, 349· ἀνθ’ ἱματίου μὲν ἔχειν [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 540· [[ῥάκος]] φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 53· ― συχν. ἐν τῷ πληθ. ῥάκεα, Ἀττ. ῥάκη, ἐφθαρμένα καὶ ἐσχισμένα ἐνδύματα, «κουρέλια», Ὀδ. Ξ. 512, Σ. 67, 74, Τ. 507, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 129, Σοφ. Φιλ. 39, 274· ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ἰλ.). 2) [[καθόλου]], λωρὶς ἢ [[ταινία]] ὑφάσματος, ῥάκεα φοινίκεα Ἡρόδ. 7. 76· ἔτι δὲ καὶ λωρὶς σαρκός, [[τεμάχιον]] ἀπεσπασμένον, σώματος ῥ Αἰσχύλ. Πρ. 1023. 3) περιληπτικῶς, [[τεμάχιον]] παλαιοῦ ὑφάσματος, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 472. 30, Διοσκ. κλ. ΙΙ ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ῥυτίδες τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1065. ΙΙΙ. μεταφορ., [[ῥάκος]], [[λείψανον]], ὑπόλοιπον, εἰκάσαι τὸ [[ἐρείπιον]] ῥάκει οἰκίας Ἀνώνυμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 11, 13· ἐπὶ γέροντος ναύτου, ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]] Ἀνθ. Π. 9. 242, πρβλ. 7, 380, Λουκ. Τίμ. 32. ― Ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[βράκος]] (ὃ ἴδε) δὲν ἔχει τὴν περιφρονητικὴν σημασίαν. (Ὁ Αἰολ. [[οὗτος]] [[τύπος]] ὡς καὶ ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ὑποδεικύουσιν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς ϜΡΑΓ (ἴδε [[ῥήγνυμι]])· ἀλλ’ ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ γ καὶ κ δὲν [[εἶναι]] [[ἀναμφισβητήσιμος]]· ὁ δὲ Κούρτ. προτιμᾷ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν [[ῥάκος]] εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὰς λέξεις [[λάκος]], [[λακίς]], lacero, lacerna, πρβλ. Σανσκρ. vra←ќ (scindere) Ἀλλ’ [[ὅμως]] ἡ [[χρῆσις]] τοῦ ῥακόομαι, [[ῥάκωσις]], παραβαλλομένου πρὸς τὸ Λατ. ruga (vruga), Ἀγγλο-Σαξον. wrinc-le, διακιολογεῖ [[μᾶλλον]] τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν). | |lstext='''ῥάκος''': [ᾰ], εος, τό, [[ἔνδυμα]] ἐσχισμένον καὶ ἐφθαρμένον, [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Ν. 434, Ξ. 342, 349· ἀνθ’ ἱματίου μὲν ἔχειν [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 540· [[ῥάκος]] φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 53· ― συχν. ἐν τῷ πληθ. ῥάκεα, Ἀττ. ῥάκη, ἐφθαρμένα καὶ ἐσχισμένα ἐνδύματα, «κουρέλια», Ὀδ. Ξ. 512, Σ. 67, 74, Τ. 507, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 129, Σοφ. Φιλ. 39, 274· ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ἰλ.). 2) [[καθόλου]], λωρὶς ἢ [[ταινία]] ὑφάσματος, ῥάκεα φοινίκεα Ἡρόδ. 7. 76· ἔτι δὲ καὶ λωρὶς σαρκός, [[τεμάχιον]] ἀπεσπασμένον, σώματος ῥ Αἰσχύλ. Πρ. 1023. 3) περιληπτικῶς, [[τεμάχιον]] παλαιοῦ ὑφάσματος, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 472. 30, Διοσκ. κλ. ΙΙ ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ῥυτίδες τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1065. ΙΙΙ. μεταφορ., [[ῥάκος]], [[λείψανον]], ὑπόλοιπον, εἰκάσαι τὸ [[ἐρείπιον]] ῥάκει οἰκίας Ἀνώνυμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 11, 13· ἐπὶ γέροντος ναύτου, ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]] Ἀνθ. Π. 9. 242, πρβλ. 7, 380, Λουκ. Τίμ. 32. ― Ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[βράκος]] (ὃ ἴδε) δὲν ἔχει τὴν περιφρονητικὴν σημασίαν. (Ὁ Αἰολ. [[οὗτος]] [[τύπος]] ὡς καὶ ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ὑποδεικύουσιν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς ϜΡΑΓ (ἴδε [[ῥήγνυμι]])· ἀλλ’ ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ γ καὶ κ δὲν [[εἶναι]] [[ἀναμφισβητήσιμος]]· ὁ δὲ Κούρτ. προτιμᾷ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν [[ῥάκος]] εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὰς λέξεις [[λάκος]], [[λακίς]], lacero, lacerna, πρβλ. Σανσκρ. vra←ќ (scindere) Ἀλλ’ [[ὅμως]] ἡ [[χρῆσις]] τοῦ ῥακόομαι, [[ῥάκωσις]], παραβαλλομένου πρὸς τὸ Λατ. ruga (vruga), Ἀγγλο-Σαξον. wrinc-le, διακιολογεῖ [[μᾶλλον]] τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |