3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρίβων -ωνος, ὁ [τρίβω] versleten mantel. als adj. bedreven, ervaren, met gen.:; τρίβων λόγων goed van de tongriem gesneden Eur. Ba. 717; met acc,:. τρίβων τὰ τοιάδε bedreven in dat soort dingen Eur. Med. 686. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίβων:''' ωνος (ῐ) adj. тертый, перен. опытный, сведущий: τ. τινος Her., Eur., Arph., реже τι Eur. опытный в чем-л.<br />ωνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ловкач]], [[хитрец]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[потертый плащ]], [[рубище]] (у спартанцев и философов, склонных к аскетизму) Plat., Dem., Plut., Luc., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] ὁ [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |