Anonymous

τρίβων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] ὁ [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C.
|elnltext=τρίβων -ωνος, ὁ [τρίβω] versleten mantel. als adj. bedreven, ervaren, met gen.:; τρίβων λόγων goed van de tongriem gesneden Eur. Ba. 717; met acc,:. τρίβων τὰ τοιάδε bedreven in dat soort dingen Eur. Med. 686.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίβων:''' ωνος (ῐ) adj. тертый, перен. опытный, сведущий: τ. τινος Her., Eur., Arph., реже τι Eur. опытный в чем-л.<br />ωνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ловкач]], [[хитрец]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[потертый плащ]], [[рубище]] (у спартанцев и философов, склонных к аскетизму) Plat., Dem., Plut., Luc., Diog. L.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρίβων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[τρίβων]]:</b> ὁ, ἡ, ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> ασκημένος ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[άνθρωπος]] [[πανούργος]], [[πολυμήχανος]] και [[απατεώνας]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίβων:''' ωνος () adj. тертый, перен. опытный, сведущий: τ. τινος Her., Eur., Arph., реже τι Eur. опытный в чем-л.<br />ωνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ловкач]], [[хитрец]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[потертый плащ]], [[рубище]] (у спартанцев и философов, склонных к аскетизму) Plat., Dem., Plut., Luc., Diog. L.
|lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίβων -ωνος, [τρίβω] versleten mantel. als adj. bedreven, ervaren, met gen.:; τρίβων λόγων goed van de tongriem gesneden Eur. Ba. 717; met acc,:. τρίβων τὰ τοιάδε bedreven in dat soort dingen Eur. Med. 686.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj