3,277,226
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] ωνος, ὁ, 1) ein abgeriebenes, abgetragenes Kleid, bes. ein alter abgeschabter Mantel, wie ihn die Spartaner, später die Philosophen und endlich die Mönche zu tragen pflegten, gew. Sinnbild einer genügsamen, strengen Lebensweise; Ar. Ach. 184. 324 Vesp. 1131; Plat. Prot. 335 d Conv. 219 b; λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι, Dem. 54, 34; Sp.; vgl. Perizon. ad Ael. 5, 5. – 2) als adj., geübt in Etwas, einer Sache kundig, [[τρίβων]] αὐτῆς, Her. 4, 74; λόγων, im Reden geübt, Eur. Bacch. 716, der es auch mit dem acc. verbindet, [[τρίβων]] τὰ τοιάδε Med. 686, [[τρίβων]] εἶ τὰ κομψά Rhes. 625. – Absolut, ὁ τρ., ein abgeriebener, durchtriebener, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 859. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] ωνος, ὁ, 1) ein abgeriebenes, abgetragenes Kleid, bes. ein alter abgeschabter Mantel, wie ihn die Spartaner, später die Philosophen und endlich die Mönche zu tragen pflegten, gew. Sinnbild einer genügsamen, strengen Lebensweise; Ar. Ach. 184. 324 Vesp. 1131; Plat. Prot. 335 d Conv. 219 b; λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι, Dem. 54, 34; Sp.; vgl. Perizon. ad Ael. 5, 5. – 2) als adj., geübt in Etwas, einer Sache kundig, [[τρίβων]] αὐτῆς, Her. 4, 74; λόγων, im Reden geübt, Eur. Bacch. 716, der es auch mit dem acc. verbindet, [[τρίβων]] τὰ τοιάδε Med. 686, [[τρίβων]] εἶ τὰ κομψά Rhes. 625. – Absolut, ὁ τρ., ein abgeriebener, durchtriebener, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 859. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] ὁ [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C. | |lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] ὁ [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |