3,270,879
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[без труда захватываемый]], [[которым легко овладеть]] (νησιῶται Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко достижимый]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ. | |lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |