Anonymous

εὔληπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; [[πόλις]] εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; [[πόλις]] εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml