Anonymous

εὔληπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[без труда захватываемый]], [[которым легко овладеть]] (νησιῶται Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко достижимый]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.
|lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[без труда захватываемый]], [[которым легко овладеть]] (νησιῶται Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко достижимый]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj