3,274,729
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]]. | |btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴαξ:''' ᾱκος, ион. [[οἴηξ]], ηκος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[рукоять кормового весла]] (ὄ. πεδαλίων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[кормовое весло]], [[руль]] ([[νεώς]] Aesch.); перен. кормило (πόλεως Plat.): ἄγειν τὸν οἴακα [[εἴσω]] ἢ [[ἔξω]] Plat. поворачивать кормовое весло к себе или от себя;<br /><b class="num">3)</b> [[яремное кольцо]] (для продевания вожжей): ζυγὸν οἰήκεσσιν ἀρηρός Hom. снабженное кольцами ярмо. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἴαξ:''' -ᾱκος, Ιων. [[οἴηξ]], -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου του πλοίου, [[τιμόνι]], και γενικά, [[σύστημα]] ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το [[τιμόνι]] της διακυβέρνησης, το [[πηδάλιο]] της διοίκησης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ., <i>οἱ οἴηκες</i> είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την [[καθοδήγηση]] των μουλαριών. | |lsmtext='''οἴαξ:''' -ᾱκος, Ιων. [[οἴηξ]], -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου του πλοίου, [[τιμόνι]], και γενικά, [[σύστημα]] ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το [[τιμόνι]] της διακυβέρνησης, το [[πηδάλιο]] της διοίκησης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ., <i>οἱ οἴηκες</i> είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την [[καθοδήγηση]] των μουλαριών. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |