Anonymous

οἴαξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]].
|btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἴαξ:''' ᾱκος, ион. [[οἴηξ]], ηκος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[рукоять кормового весла]] (ὄ. πεδαλίων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[кормовое весло]], [[руль]] ([[νεώς]] Aesch.); перен. кормило (πόλεως Plat.): ἄγειν τὸν οἴακα [[εἴσω]] ἢ [[ἔξω]] Plat. поворачивать кормовое весло к себе или от себя;<br /><b class="num">3)</b> [[яремное кольцо]] (для продевания вожжей): ζυγὸν οἰήκεσσιν ἀρηρός Hom. снабженное кольцами ярмо.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴαξ:''' -ᾱκος, Ιων. [[οἴηξ]], -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου του πλοίου, [[τιμόνι]], και γενικά, [[σύστημα]] ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το [[τιμόνι]] της διακυβέρνησης, το [[πηδάλιο]] της διοίκησης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ., <i>οἱ οἴηκες</i> είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την [[καθοδήγηση]] των μουλαριών.
|lsmtext='''οἴαξ:''' -ᾱκος, Ιων. [[οἴηξ]], -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου του πλοίου, [[τιμόνι]], και γενικά, [[σύστημα]] ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το [[τιμόνι]] της διακυβέρνησης, το [[πηδάλιο]] της διοίκησης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ., <i>οἱ οἴηκες</i> είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την [[καθοδήγηση]] των μουλαριών.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴαξ:''' ᾱκος, ион. [[οἴηξ]], ηκος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[рукоять кормового весла]] (ὄ. πεδαλίων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[кормовое весло]], [[руль]] ([[νεώς]] Aesch.); перен. кормило (πόλεως Plat.): ἄγειν τὸν οἴακα [[εἴσω]] ἢ [[ἔξω]] Plat. поворачивать кормовое весло к себе или от себя;<br /><b class="num">3)</b> [[яремное кольцо]] (для продевания вожжей): ζυγὸν οἰήκεσσιν ἀρηρός Hom. снабженное кольцами ярмо.
}}
}}
{{etym
{{etym