3,274,216
edits
(13_7_2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] (s. [[μένω]]), noch bleiben, warten, ἐπιμεῖναι ἐς [[αὔριον]], bleiben bis morgen, Od. 11, 351; ἐν μεγάροις 4, 587; [[ὄφρα]], 1, 309; ἐπίμεινον τεύχεα δύω, warte, daß ich meine Rüstung anlege, Il. 6, 340; mit ἵνα, h. Cer. 160; ἔςτε βουλεύσαιντο Xen. An. 5, 5, 2; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]] Soph. Tr. 1166, zögere nicht, so daß du schärfest meinen Mund; anders Thuc. νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι, 3, 2, sie warteten die Vollendung ab; ἐπιμένοντες πεύσεσθαι 3, 26; τὸν μέτριον ἐπιμείναντες χρόνον, nachdem sie gewartet hatten, Plat. Legg. XII, 593 a; bleiben, sich nicht ändern, οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ [[φύσις]] Xen. Cyn. 6, 4; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος, den er anhielt, Luc. V. H. 2, 2. – Darauf bleiben, ἐπ ὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. Men. 93 d; τὸν πηλὸν ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Thuc. 4, 4. – Dabei bleiben, ausharren bei Etwas, ταῖς σπονδαῖς, d. i. sie nicht brechen, Xen. Hell. 3, 4, 6; ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει Andoc. 1, 75; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμεν Plat. Lach. 144 a, wie ἐπὶ τῷ λόγῳ Theaet. 179 e; ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Dem. 24, 86. – C. acc., erwarten, [[τίς]] ἄρα με [[πότμος]] ἐπιμένει Soph. O. C. 1716; Eur. Suppl. 624; [[οἷος]] ἑκάτερον [[βίος]] ἐπιμένει Plat. Rep. II, 490 a; – zurückbleiben, Strab. X, 461. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] (s. [[μένω]]), noch bleiben, warten, ἐπιμεῖναι ἐς [[αὔριον]], bleiben bis morgen, Od. 11, 351; ἐν μεγάροις 4, 587; [[ὄφρα]], 1, 309; ἐπίμεινον τεύχεα δύω, warte, daß ich meine Rüstung anlege, Il. 6, 340; mit ἵνα, h. Cer. 160; ἔςτε βουλεύσαιντο Xen. An. 5, 5, 2; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]] Soph. Tr. 1166, zögere nicht, so daß du schärfest meinen Mund; anders Thuc. νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι, 3, 2, sie warteten die Vollendung ab; ἐπιμένοντες πεύσεσθαι 3, 26; τὸν μέτριον ἐπιμείναντες χρόνον, nachdem sie gewartet hatten, Plat. Legg. XII, 593 a; bleiben, sich nicht ändern, οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ [[φύσις]] Xen. Cyn. 6, 4; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος, den er anhielt, Luc. V. H. 2, 2. – Darauf bleiben, ἐπ ὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. Men. 93 d; τὸν πηλὸν ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Thuc. 4, 4. – Dabei bleiben, ausharren bei Etwas, ταῖς σπονδαῖς, d. i. sie nicht brechen, Xen. Hell. 3, 4, 6; ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει Andoc. 1, 75; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμεν Plat. Lach. 144 a, wie ἐπὶ τῷ λόγῳ Theaet. 179 e; ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Dem. 24, 86. – C. acc., erwarten, [[τίς]] ἄρα με [[πότμος]] ἐπιμένει Soph. O. C. 1716; Eur. Suppl. 624; [[οἷος]] ἑκάτερον [[βίος]] ἐπιμένει Plat. Rep. II, 490 a; – zurückbleiben, Strab. X, 461. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιμένω''': ἀόρ. ἐπέμεινα: - [[ἀναμένω]], [[περιμένω]], Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἀπολ., εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος Ἰλ. Τ. 142, Ὀδ. Ρ. 277· ἐπιμεμεῖναι ἐς [[αὔριον]] Λ. 351· ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἀρήϊα τεύχεα δύω, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἀνάμεινον ἕως οὖ ἐνδυθῶ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, Ἰλ. Ζ. 340· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν [[ὄφρα]] κεν κτλ. Ὀδ. Δ. 587· ἐπιμ. ἵνα..., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 160· [[οὕτως]], ἐπιμ. ἔς τε... Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· - μεθ’ Ὅμ., ἐπιμ. ἐν τῇ πόλει Ἀνδοκ. 10. 26· ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 1. 2) ἀπολ., ἐπὶ πράγματός τινος, [[μένω]] [[ἔνθα]] ἐτέθην, καὶ τὸν πηλὸν, [[εἴπου]] δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ, ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Θουκ. 4. 4· ἐξακολουθῶ νὰ [[μένω]], Πλάτ. Φαίδων 80C, Ξεν. Κυν. 6, 4· - διατηρῶ τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἰππέος, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 3) ἐξακολουθῶ ἐπιδιώκων ἢ ἀναζητῶν τι, εἰ οὖν βούλει, καὶ [[ἡμεῖς]] ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν Πλατ. Λαχ. 194Α· ἐπιμεῖναι ἐπὶ λόγῳ καὶ ἐρωτήματι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Α· ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Δημ. 727. 27· ἐπὶ τῆς πολιορκίας Πολύβ. 1. 77, 1· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., ἐπ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκὼς Πλατ. Μένων 93D.<br /> 4) [[μένω]] πιστὸς [[ἐμμένω]], [[ὅμως]] ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6. [[ἔνθα]] διωρθώθη ἐνέμενε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Λατ. expectare, τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 624, Φοίν. 231, Πλατ. Πολ. 361D (πρβλ. [[ἐπαναμένω]]): - μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τι τελεσθῆναι Θουκ. 3. 2, πρβλ. 26· μὴ ’πιμείναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], νὰ μὴ περιμείνῃς [[ὥστε]] νά... Σοφ. Τρ. 1176. - Πρβλ. [[ἐπιμίμνω]]. | |||
}} | }} |