ἐνράπτω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν [[ἑαυτοῦ]] μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι [[ἐντός]], ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286.
|lstext='''ἐνράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν [[ἑαυτοῦ]] μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι [[ἐντός]], ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> ἐνερράφην;<br />coudre dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνράπτομαι coudre sur soi : [[ἐς]] τὸν μηρόν HDT dans sa propre cuisse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ῥάπτω]].
}}
}}