ἐνράπτω: Difference between revisions

6_14
(13_3)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] einnähen; εἰς τὸν μηρόν D. Sic. 5, 52; τῷ μηρῷ Apolld. 3, 4, 3; im med., Διόνυσον ἐνεῤῥάψατο εἰς τὸν μηρόν, in seine Hüfte, Her. 2, 146; pass., ἐνεῤῥάφη Διὸς μηρῷ Eur. Bacch. 286.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] einnähen; εἰς τὸν μηρόν D. Sic. 5, 52; τῷ μηρῷ Apolld. 3, 4, 3; im med., Διόνυσον ἐνεῤῥάψατο εἰς τὸν μηρόν, in seine Hüfte, Her. 2, 146; pass., ἐνεῤῥάφη Διὸς μηρῷ Eur. Bacch. 286.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν [[ἑαυτοῦ]] μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι [[ἐντός]], ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286.
}}
}}