3,242,429
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν [[ἑαυτοῦ]] μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι [[ἐντός]], ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286. | |lstext='''ἐνράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ [[οὕτως]], ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν [[ἑαυτοῦ]] μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι [[ἐντός]], ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> ἐνερράφην;<br />coudre dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνράπτομαι coudre sur soi : [[ἐς]] τὸν μηρόν HDT dans sa propre cuisse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} |