aansporing
Dutch > Greek
κέλευμα, παραίνεσις, παραίφασις, πάρφασις, παράφασις, παρακέλευσμα, παρακελευσμός, παράκλησις, παραμυθία, παραμύθιον, παρηγορία, προτρεπτικός, προτροπή
κέλευμα, παραίνεσις, παραίφασις, πάρφασις, παράφασις, παρακέλευσμα, παρακελευσμός, παράκλησις, παραμυθία, παραμύθιον, παρηγορία, προτρεπτικός, προτροπή