παραίφασις

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίφᾰσις Medium diacritics: παραίφασις Low diacritics: παραίφασις Capitals: ΠΑΡΑΙΦΑΣΙΣ
Transliteration A: paraíphasis Transliteration B: paraiphasis Transliteration C: paraifasis Beta Code: parai/fasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, poet. for παράφασις,
A encouragement, persuasion, ἀγαθὴ δὲ π. ἐστιν ἑταίρου Il.11.793, cf. Aret.SD1.1, Nonn.D.40.115, Them.Or.8.106d.
2 beguilement, πόνου AP5.284 (Agath.); ἐρώτων APl.5.373.—Cf. πάρφασις.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, poet. statt παράφασις, Zurede, Ermunterung, Il. 11, 793. 15, 404 u. sp. D., auch Warnung, Lehre, Col. 245.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
poét. c. παράφασις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίφᾰσις -εως, ἡ (παράφημι) aansporing, poging tot overreding.

Russian (Dvoretsky)

παραίφᾰσις: εως ἡ
1 увещевание, ободрение (π. ἑταίρου Hom.);
2 утешение, забвение (πόνου π. Anth.).

English (Autenrieth)

persuasion, encouragement, Il. 11.793 and Il. 15.404.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι).

Greek Monotonic

παραίφᾰσις: ἡ, ποιητ. αντί παράφασις, δόγμα, πίστη, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παραίφᾰσις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ παράφασις, συμβουλή, παραίνεσις, ἀγαθὴ δὲ παραίφασίς ἐστιν ἑταίρου Ἰλ. Λ. 793, Ο. 404. 2) ἐξαπάτησις, πόνου Ἀνθ. Π. 5. 285· ἐρώτων Ἀνθ. Πλαν. 373. - Πρβλ. πάρφασις.

Middle Liddell

παραίφᾰσις, εως, [poetic for παράφασις, persuasion], Il.