accusation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. κατηγορία, ἡ, κατηγόρημα, τό, P. and V. αἰτία, ἡ, αἰτίαμα, τό, ἔγκλημα, τό, V. ἐπίκλημα, τό.
legal suit: P. and V. δίκη, ἡ.
malicious accusation: Ar. and P. συκοφαντία, ἡ.
P. κατηγορία, ἡ, κατηγόρημα, τό, P. and V. αἰτία, ἡ, αἰτίαμα, τό, ἔγκλημα, τό, V. ἐπίκλημα, τό.
legal suit: P. and V. δίκη, ἡ.
malicious accusation: Ar. and P. συκοφαντία, ἡ.