αἰτίαμα
English (LSJ)
-ατος, τό, charge, accusation, λαβεῖν ἐπ' αἰτιάματί τινα A.Pr.196, cf. 257, Th.5.72.
Spanish (DGE)
(αἰτίᾱμα) -ματος, τό
acusación ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι por qué delito cogiéndote Zeus ... ? A.Pr.194, διὰ τοῦτο τὸ αἰ. φεύγειν Th.5.72, τὸ αἰτίαμα τὸ τῆς ἐπιβολῆς ἐκφυγών D.C.78.41.3, τἀμὰ καὶ τὰ σ' αἰ. acusaciones por parte tuya y mía E.Tr.918, c. gen. obj. Οὐολούσχων Plu.Cor.31, c. compl. prep. πρὸς Μεσσάλαν D.C.79.5.3, παρὰ τῶν ἐμφρόνων D.C.78.13.1, τὸ περὶ Φρύνης αἰτίαμα Plu.2.401b.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet d'accusation, grief.
Étymologie: αἰτιάομαι.
German (Pape)
[ᾱμ], τό, Beschuldigung, Anklage, Aesch. Prom. 194; Eur. Troad. 911; διὰ τοῦτο τὸ αἰτ. φεύγειν Thuc. 5.72; Sp., wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
αἰτίᾱμα: ατος τό обвинение Aesch., Eur., Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτίαμα: -ατος, τό, κατηγορία, ἀπόδοσις ἐνοχῆς, λαβεῖν ἐπ’ αἰτιάματί τινα, Αἰσχύλ. Πρ. 194· τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ’ αἰτιάμασιν αἰκίζεται, αὐτόθι 255· πρβλ. Θουκ. 5. 72.
English (Abbott-Smith)
αἰτίαμα, -τος, τό, v.s. αἰτίωμα.
English (Strong)
from a derivative of αἰτία; a thing charged: complaint.
English (Thayer)
(αἰτίωμα) (τος, τό (αἰτιάομαι); in G L T Tr WH for Rec. αἰτίαμα: accusation, charge of guilt. (A form not found in other writings; (yet Meyer notes αἰτίωσις for αἰτίασις, Eustathius, p. 1422,21; see Buttmann, 73; WH's Appendix, p. 166).)
Greek Monolingual
αἰτίαμα, το (AM) αἰτιῶμαι
κατηγορία, απόδοση ενοχής.
Greek Monotonic
αἰτίᾱμα: -ατος, τό, κατηγορία, απόδοση ενοχής· λαβεῖν ἐπ' αἰτιάματί τινα, σε Αισχύλ.· τοιοῖσδε ἐπ' αἰτιάμασιν, με τέτοιες κατηγορίες, στον ίδ.
Middle Liddell
[from αἰτιάομαι
a charge, guilt imputed, λαβεῖν ἐπ' αἰτιάματί τινα Aesch.; τοιοῖσδε ἐπ' αἰτιάμασιν on such charges, Aesch.
Chinese
原文音譯:a„t⋯ama 埃提阿馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:請求(果效)
字義溯源:加罪於某事,控告,控訴;源自(αἰτία)=原因);而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 控告(1) 徒25:7
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
crimen, charge, accusation, 5.72.1.