artifice

English > Greek (Woodhouse)

substantive

trick: P. and V. ἀπάτη, ἡ, στροφή, ἡ, σόφισμα, τό, μηχάνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, πλοκαί, αἱ; see trick.

contrivance: P. and V. μηχανή, ἡ, μηχάνημα, τό, σόφισμα, τό, εὕρημα, τό, τέχνημα, τό (Plato), Ar. and V. ἐξεύρημα, τό.

Latin > French (Gaffiot 2016)

artĭfĭcē, avec art : Adamn. Loc. Sanct. 1, 2.