badness

English > Greek (Woodhouse)

substantive

wickedness: P. and V. κάκη, ἡ, πονηρία, ἡ, πανουργία, ἡ, Ar. and P. κακία, ἡ, μοχθηρία. ἡ, P. κακότης, ἡ.

of things (bad condition): P. μοχθηρία, ἡ, πονηρία, ἡ, φαυλότης, ἡ.

incompetence: P. and V. φαυλότης, ἡ, P. ἀδυναμία, ἡ, Ar. and P. μοχθηρία, ἡ.