blanket

English > Greek (Woodhouse)

substantive

Ar. and P. στρώματα, τά, V. χλαῖνα, ἡ, φάρος, τό, φᾶρος, το, εἷμα, τό, στρωτὰ φάρη, τά.

Ar. σισύρα, ἡ.