craft
English > Greek (Woodhouse)
substantive
trade: P. and V. τέχνη, ἡ, Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
ply one's craft, v.: P. δημιουργεῖν (Plato).
cunning, subs.: P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), ἀπάτη, ἡ, σόφισμα, τό, μηχάνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό; see craftiness.