deforme
Spanish > Greek
ἀσχήμων, δυσειδής, διάμορφος, δυσμορφής, ἐκμετάβλητος, ἄμορφος, δυσπρόσωπος, αἰσχρός, δύσμορφος, δυσπρεπής, ἐκμελής, ἐξάνθρωπος, διάστροφος
ἀσχήμων, δυσειδής, διάμορφος, δυσμορφής, ἐκμετάβλητος, ἄμορφος, δυσπρόσωπος, αἰσχρός, δύσμορφος, δυσπρεπής, ἐκμελής, ἐξάνθρωπος, διάστροφος