διάμορφος
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
διάμορφον,
A endued with various forms, Emp.21.7.
II διάμορφον, = μανδραγόρας, prob. in I.s.-Dsc.4.75.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de variadas formas διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα πέλονται Emp.B 21.7.
2 deforme, feo διάμορφον Σωκράτην ἀπώλεσεν Com.Adesp.940 (pero v. δίμορφος).
II bot., subst., otro n. de la mandrágora Ps.Dsc.4.75.
German (Pape)
gestaltet, Empedocl. 74.
Russian (Dvoretsky)
διάμορφος: имеющий особую форму, своеобразный (διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
διάμορφος: -ον, ἔχων μορφήν, σχῆμα, Ἐμπεδ. 126.
Greek Monolingual
διάμορφος, -ον (Α)
με ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάμορφος -ον [διά, μορφή] veelvormig, met verschillende vormen.