Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάμορφος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάμορφος Medium diacritics: διάμορφος Low diacritics: διάμορφος Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: diámorphos Transliteration B: diamorphos Transliteration C: diamorfos Beta Code: dia/morfos

English (LSJ)

διάμορφον,
A endued with various forms, Emp.21.7.
II διάμορφον, = μανδραγόρας, prob. in I.s.-Dsc.4.75.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de variadas formas διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα πέλονται Emp.B 21.7.
2 deforme, feo διάμορφον Σωκράτην ἀπώλεσεν Com.Adesp.940 (pero v. δίμορφος).
II bot., subst., otro n. de la mandrágora Ps.Dsc.4.75.

German (Pape)

gestaltet, Empedocl. 74.

Russian (Dvoretsky)

διάμορφος: имеющий особую форму, своеобразный (διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

διάμορφος: -ον, ἔχων μορφήν, σχῆμα, Ἐμπεδ. 126.

Greek Monolingual

διάμορφος, -ον (Α)
με ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάμορφος -ον [διά, μορφή] veelvormig, met verschillende vormen.