destined
English > Greek (Woodhouse)
adjective
appointed: P. and V. προκείμενος.
fated: P. and V. εἱμαρμένος, V. πεπρωμένος (rare P.), μόρσιμος, μοιρόκραντος, Ar. and V. θέσφατος.
appointed: P. and V. προκείμενος.
fated: P. and V. εἱμαρμένος, V. πεπρωμένος (rare P.), μόρσιμος, μοιρόκραντος, Ar. and V. θέσφατος.