μοιρόκραντος

From LSJ

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρόκραντος Medium diacritics: μοιρόκραντος Low diacritics: μοιρόκραντος Capitals: ΜΟΙΡΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: moirókrantos Transliteration B: moirokrantos Transliteration C: moirokrantos Beta Code: moiro/krantos

English (LSJ)

μοιρόκραντον, (κραίνω) ordained by destiny, fated, ἆμαρ, θεσμός, A.Ch.611 (lyr.), Eu.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 198] von der Möre, vom Schicksal vollendet, bestimmt, ἦμαρ, Aesch. Ch. 603, θεσμός, Eum. 370.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixé par un arrêt du destin.
Étymologie: μοῖρα, κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

μοιρόκραντος: определенный судьбой, предопределенный, роковой (ἦμαρ, θεσμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μοιρόκραντος: ὁ, (κραίνω) προωρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, πεπρωμένος, ὡς τὸ μοιρίδιος, Αἰσχύλ. Χο. 612, Εὐμ. 302.

Greek Monolingual

μοιρόκραντος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που προσδιορίστηκε, που αποφασίστηκε από τη Μοίρα, μοιραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. θεόκραντος, πολεμόκραντος].

Greek Monotonic

μοιρόκραντος: ὁ (κραίνω), προκαθορισμένος από τη Μοίρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μοιρό-κραντος, ὁ, κραίνω
ordained by destiny, Aesch.

English (Woodhouse)

fated, appointed by doom, appointed by fate, fraught with doom

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)